- σκόλοψ
- σκόλοψ, οπος, ὁ,A anything pointed: esp. pale, stake,
κεφαλὴν πῆξαι ἀνὰ σκολόπεσσι Il.18.177
; for impaling, E.IT1430, El.898;ἐπὶ σκόλοψι ἀναρτᾶσθαι D.S.33.15
: pl. σκόλοπες, palisade,τείχεα . . σκολόπεσσιν ἀρηρότα Od.7.45
; freq. in Il.,ἐν δὲ [τάφρῳ] σκόλοπας κατέπηξαν 7.441
;διά τε σκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν 8.343
, cf. 12.63, 15.344;σκόλοπας περὶ τὸ ἕρκος κατέπηξαν Hdt.9.97
, cf. E.Rh.116, X. An.5.2.5 ([dialect] Att. usually σταύρωμα).2 thorn, IG42(1).121.92 (Epid., iv B.C.), LXX Nu.33.55, al., Dsc.4.49, Babr.122;σκόλοπες φοίνικος PMag.Osl.1.270
, al., cf. 2 Ep.Cor.12.7.3 an instrument for operating on the urethra, Heliod. ap. Orib.50.9.4.4 point of a fishing-hook, Luc.Merc.Cond.3.II tree, E.Ba.983 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.